- επισφράγισμα
- το (AM ἐπισφράγισμα) [επισφραγίζω]1. επισφράγιση*, επιβεβαίωση, επικύρωση2. τελειοποίηση, αποπεράτωση, ολοκλήρωσημσν.εγγύησηαρχ.συμπλήρωμα, πίνακας που επιτάσσεται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επισφράγισμα — το, ατος η επισφράγιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιστέγασμα — το, ατος 1. αυτό με το οποίο στεγάζεται κάτι, η στέγη, η σκεπή. 2. μτφ., το τελικό συμπλήρωμα έργου, το επισφράγισμα, η κορωνίδα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)